Monday, December 8, 2008

Όλοι νεκροί, κι αυτοί κι εμείς κι εσείς

Σταματίνα Κανελοπούλου ετών 21 (17/11/80)
Ιάκωβος Κουμής ετών 26 (17/11/80)
Καλτεζάς Μιχάλης ετών 15 (17/11/85)
Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος ετών 15 (6/12/2008)


Όλοι νεκροί. Άλλοι από γκλόπς και άλλοι από σφαίρες αστυνομικών. Όλοι όμως με τρία κοινά στοιχεία. Όλοι τους νέοι, όλοι τους παιδιά μιας μάνας που τα κλαίει και θα τα κλαίει μέχρι να σβήσει κι αυτή και όλοι τους παιδιά ενός κράτους άκρατου και ακέφαλου. Αδύναμου να αντιμετωπίσει την αλήθεια κατά πρόσωπο και να προχωρήσει σε ριζικές αλλαγές.
Όχι δε θα πολιτικολογήσω. Ποια είμαι στην τελική που θα το κάνω αυτό;
Είμαι απλά μια μάνα. Με παιδιά σε κοντινή ηλικία μ'; αυτά που χάθηκαν. Μια μάνα που κάθε φορά που τα βλαστάρια της ξεχύνονται στους δρόμους για να πάνε στο σχολείο, στη διασκέδαση, στη βόλτα στο περίπτερο, τρέμω και λαχταράω για το αν θα γυρίσουν πίσω.
Και δεν τρέμω μήπως τους τύχει το ίδιο κακό. Τρέμω γενικώς. Τρέμω από την πρώτη μέρα που είδαν τη ζωή.
Μάνα και του αστυνομικού, μάνα και του παιδιού. Τα γεγονότα αναμφισβήτητα και ο πόνος υπάρχει και θα υπάρχει. Όλα αυτά που γίνονται τώρα, οι συγνώμες, τα συλλυπητήρια και οι ξεσηκωμοί θα ξεφουσκώσουν και θα μείνουν μόνο ο πόνος η οδύνη και ένα αναπάντητο γιατί στο βουβό στόμα της κάθε μάνας.
Δε σας πιστεύω κύριοι. Δε σας πιστεύω. Δεν πιστεύω ούτε εσάς που παραιτήστε και καλά, ούτε εσάς που βγαίνετε και στέλνετε τον «πόνο» σας και τα «συλλυπητήρια» σας. Ψεύτικες συγνώμες, ψεύτικος πόνος. Κρυφή αλήθεια τα ποσοστά. Τα τηλεοπτικά, τα πολιτικά
Δεν πιστεύω ούτε εσάς που μανιασμένοι ξεχυθήκατε στο δρόμο και αγωνίζεστε για το δίκιο των αδικοχαμένων. Δε δέχομαι τα «αγνά» σας αισθήματα και τον πόνο σας για το παλικάρι που ποτέ δε θα ξαναγκαλίασει η μάνα.
Όλοι στο παιχνίδι των εντυπώσεων παλεύετε να βγείτε πρώτοι. Και οι μεν θυμηθήκατε να βγάλετε από το ντουλάπι την ανθρωπιά σας, οι δε αποφασίσετε να τιμωρήσετε το κράτος, κάνοντας πιο φτωχούς τους φτωχούς συνανθρώπους σας σπάζοντας και καίγοντας περιουσίες αμέτοχων κακομοίρηδων.
Ο μικρός θα γινόταν ήρωας είτε έφευγε από τη ζωή είτε όχι. Εσάς κύριοι αντιεξουσιαστές σας βολεύει που έφυγε. Σας έδωσε το πάτημα που περιμένατε.

ΔΕ ΣΑΣ ΠΙΣΤΕΥΩ.
Μπάτσος και πολίτης. Αιώνια μάχη πυροδοτούμενη από στενόμυαλους και καθυστερημένους. Μια μάχη όμως που στην ουσία απλά υπερκαλύπτει την αλήθεια. Την αλήθεια που δεν είναι άλλη πως είμαστε μαριονέτες στα χέρια των λίγων. Πρόβατα στη σφαγή κατ'; εντολή πότε των δεινοσαύρων και πότε των φιντανιών.

Με ποιο δικαίωμα μωρέ παίζεται τα παιχνίδια σας πάνω στον πόνο της μάνας;
Με ποιο δικαίωμα πάτε να κερδίσετε τη μάχη με ασπίδα το κουφάρι ενός νεκρού;
Τα σκουλήκια λένε δεν τρώνε σκουλήκια. Καιρός ν αρχίσουν να το κάνουν.

Δε θέλω να μπω στη λογική, φταίει ο μπάτσος, φταίει το θύμα, φταίει η μάνα.
Ποιος είναι ο θύτης τελικά και ποιο το θύμα;
Φταίμε όλοι μας. Που δεν αντιδρούμε που δεν αγανακτούμε.

Είτε πρόκειται για κάποιο παιδί που έφυγε στην «επέτειο» του Πολυτεχνίου για ένα χαμένο ιδανικό για μιαν Ιθάκη, είτε για ένα παιδί που απλά βρέθηκε τη λάθος ώρα στο λάθος μέρος η ουσία παραμένει η ίδια.
Μια μάνα δε θα ξαναγκαλιάσει το παιδί της και μια άλλη θα παρακαλά για το δικό της να μη τιμωρηθεί.
Και όλα τα υπόλοιπα δεν είναι τίποτε άλλο από μια καλοστημένη παράσταση που μας παρασύρουν να λάβουμε μέρος και να παρακολουθήσουμε.

Thursday, November 13, 2008

ΟΣΕ αγάπη μου (Μιά ιστορία τρέλας και παραλόγου)

Το παρόν πόστ είναι μεταφορά από το θυγατρικό μπλόκο μου και αφιερωμένο στη λατρευτή μας Κωλόγρια που αποφάσισε να ταξιδέψει με τον καρβουνιάρη για θεσσαλονίκη.

Περαστικά της.

Σάββατο βράδυ κι εμένα με βρίσκει σε ένα σταθμό του ΟΣΕ κάπου έξω από τη Θεσσαλονίκη. Περιμένω την 604 αμαξοστοιχία από Αλεξανδρούπολη για Αθήνα. Η αμαξοστοιχία αυτή περνά από διάφορους σταθμούς σ' αυτή τη διαδρομή και μαζεύει ότι βρεί στο διάβα της. Από Πακιστανό λαθρομετανάστη μέχρι την κυρά Κατίνα που πάει Αθήνα να βάλει μασέλα.
Δώδεκα παρα δέκα μαζεύει κι εμένα και τρισευτυχισμένη που μετά από ένα εξαντλητικό διήμερο με αμφίβολα αποτελέσματα ανυπομονώ να γυρίσω στο βρωμίλον άστυ και στο σπίτι μου (και στο πισι μου γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;).
Βαγόνι 7 θέση 35. Βαγόνι 7? Αυτό δεν είναι τρένο, είναι η μακριά γαϊδούρα σε μηχανοκίνητο. Διασχίζω την αποβάθρα τρέχοντας (ευτυχώς ούτε βαλίτσα είχα ούτε τακούνια σαν την μπροστινή μου που μέτρησε την αποβάθρα με τη μούρη), μπαίνω στο βαγόνι 7 κοιτάω το εισιτήριο μου για να βεβαιώσω το 35, σηκώνω το κεφάλι προς τα καθίσματα πέρνω βαθιά ανάσα πριν αρχίσω την αναζήτηση και παθαίνω διπλό σοκ.
Πρώτα από τη μπόχα που έφαγα στη μούρη με τη μια. Μια ξυνίλα αναμεμειγμένη με σκορδίλα ποδαρίλα και όλα τα εις ίλα που μπορεί να βάλει το ανθρώπινο νου. Ναι ναι και κατουρήλα. Την τσιγαρίλα δε την καταλάβαινες χωρίς να μπεις στο βαγόνι μιας και με το που σταμάτησε το τρένο και άνοιξαν οι πόρτες άρχισε να βγαίνει καπνός από παντού και απορώ μάλιστα που δεν τρέξαν με τους πυροσβεστήρες από το σταθμό για να το σβήσουν. Μάλλον είναι συνηθες φαινόμενο. Ναι καλά θυμάσαι. Στα τρένα απαγορεύεται το κάπνισμα εδώ και καιρό. Στα τρένα όμως. Ο καρβουνιάρης - έτσι τη λένε την 604 - μόνο τρένο δεν μπορείς να τον πεις.
Το δεύτερο σοκ το έπαθα με το που συνηδειτοποίησα το που θα καθόμουν για τις επόμενες 6 ώρες. Το βαγόνι είχε κάτι πανάθλια ξεσκισμένα σκατουλί χρώματος - αυτό το σκατουλί του "έχω φάει μακαρόνια την προηγούμενη και το σκατό μου βγήκε πιο ξανθό" - καθίσματα, ξεσκισμένες κουρτίνες στο χρώμα της μαραμένης μολόχας και έναν μαύρο ουρανό θαρρείς και έπιασε φωτιά και δεν το καθάρισαν ακόμη από τα κάρβουνα. Στο δάπεδο στάμπες σε διάφορα μεγέθη και χρωματισμούς προκαλούσε τη φαντασία σου να οργιάσει όσον αφορά την προέλευσή τους και φυσικά να σε προκαλέσει να πετάξεις μετά απ' ευθείας τα παπούτσια σου με το που θα κατέβεις από το τρένο.
Και όλη αυτήν την φαντασμαγορική ατμόσφαιρα ερχόταν να συμπληρώσουν οι ράθυμοι επιβάτες που από την Αλεξανδρούπολη - φαίνοταν από το γλαρό μάτι και την ταλαιπωρία - είχαν την τιμή να απλώνουν ποδάρες χωρίς παπούτσια στους διαδρόμους δείχνοντας πόσο μπορεί να αντέξει η κάλτσα με τις χίλιες τρύπες και τη μπίχλα του αίωνα πάνω σε ένα πόδι που με μεγάλη μαεστρία έβγαζε το δάχτυλο από την πρώτη τρύπα που έβρισκε εύκαιρη.
Από το διάδρομο δεν μπορούσες να περάσεις χωρίς να έρθεις σε επαφή με κάποια από αυτές τις ποδάρες. Πακιστανοί, αλβανοί, έλληνες που με τη θέλησή τους ή επειδή δε βρήκαν άλλη θέση είχαν εξασφαλίσει το μαγικό εισιτήριο με το τρένο του τρόμου, χυμένοι στα καθίσματα όπως όπως προσπαθούσαν να αντέξουν μέχρι το τέλος του ταξιδιού για την Ιθάκη.
Εκεί που λέω οκ, ανοίχτε την πόρτα να κατέβω καταλαβαίνω ότι το τρένο έχει ήδη ξεκινήσει. Κοιτάω απελπισμένα τη θέση 35 η οποία ήταν κατηλλημένη από έναν αγνώστου προελεύσεως επιβάτη ο οποίος με περίσσια χάρη είχε ξαπλώσει σε δυο καθίσματα και ροχάλιζε μακαρίως έχοντας τις ποδάρες του - χωρίς παπούτσια κι αυτός - στο σημείο που εγώ λογικά σε λίγο έπρεπε να καθίσω. Φτου γαμώτο. Εκτός των παπουτσιών θα πρέπει να πετάξω και το τζιν.
Προχωρόντας προς το κάθισμα και αφού χωρίς να το θέλω - πιστέψτε με σας παρακαλώ - είχα ξυπνήσει αρκετούς από τους νυσταλέους συνεπιβάτες μου και είχα κάνει και αυτούς που περπατούσαν πίσω μου να αγανακτήσουν γιατί τους καθυστερούσα από το κάθισμα της επαγγελίας. Κακομοίρηδες. Βιαζόταν να απολαύσουν τη μπίχλα.
Αηδιασμένη από την κατάσταση, αγανακτισμένη με τη βλακεία μου να φύγω μεταμεσονύχτια αποφασίζω πως όχι. Προτιμώ να τη βγάλω όλη νύχτα ανάμεσα στα δυο βαγόνια παρά να καθίσω αγκαλιά με τις ποδάρες του αξούριστου και ακούρεφτου ξυπόλυτου βρωμίλου που είχε καταλάβει το κάθισμα μου.
Και προχωρόντας για το νέο μου προορισμό ανακαλύπτω πως αυτή ήταν η πιο σοφή απόφαση που πήρα σε τούτο το ταξίδι προς Αθήνα. Ο καλός κυριούλης - που ο Θεός να μου κόβει μέρες και να του δίνει χρόνια - ο ελεγκτής παρακολουθόντας το όλο σκηνικό με πλησιάζει μου τσεκάρει το εισητήριο και με ένα πλατύ χαμόγελο με οδηγεί σε ένα από τα κουπέ του επόμενου βαγονιού ούτως ώστε - όπως ο ίδιος μου είπε - να μπορέσω να ταξιδέψω σαν άνθρωπος. Μόνο που δεν τον φίλησα. Έτοιμη να πηδήξω να τον αγκαλιάσω τον χριστιανό.
Και όσον αφορά το θέμα καθίσματος και συνεπιβατών το θέμα έληξε αισίως και όλο το βράδυ ταξίδεψα παρέα με τρεις μεγαλοφοιτητές οι οποίοι ήταν φοβεροί συνομιλητές και διέθεταν απίστευτο χιούμορ. Ας έχει ο γιαραμπίμπι καλά τον κύριο ελεγκτη.
Το ότι άλλαξε η ώρα σας το είπα; Μάλλον το πήρατε χαμπάρι. Αλλά που κολλά θα μου πείτε τώρα η αλλαγή της ώρας με την 604? Κολλάει πως δεν κολλάει.
Γιατί εκεί που τα γέλια στο κουπέ και η συζήτηση είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της έρχεται μια φωνή από τα μικρόφωνα να μας κόψει και τα γέλια και το βήχα μη σου πω.
"Αγαπητοί κύριοι επιβάτες σας ενημερώνουμε ότι λόγω της αλλαγής της ώρας μόλις γυρίσετε τα ρολόγια σας μια ώρα πίσω δλδ στις 4 τα ξημερώματα η αμαξοστοιχία θα σταματήσει μέχρι τα ρολόγια σας να ξαναδείξουν 4".
Παρακαλώ; Πως είπατε; Ποιος ήρθε; Α δεν πάμε καλά. Χαμός στο τρένο. Τι πάει να πεί θα σταματήσει μέχρι να ξαναδείξουν τα ρολόγια μας 4;
Πάει να πει πως ναι μεν θα αλλάξει η ώρα αλλά το τρένο θα ξαναξεκινήσει από κει που σταμάτησε. Δλδ στις 4. Ώπα ρε κουμπάρε. Θες να μας πεις δλδ ότι θα μας παρκάρετε επί μια ώρα στη μέση του πουθενά επειδή αλλάζει η ώρα; Με ποια λογική; Και γιατί; Δώσε ρε μπάρμπα μια λογική εξήγηση σε παρακαλώ γιατί να τώρα μου έρχεται το εγκεφαλικό.
Σιωπή το μικρόφωνο.
Τέσσερις παρά πέντε φτάνουμε Τιθορέα. Ωραίος σταθμός. Στη μέση του πουθενά. Έξω δυο λύκοι και μια αρκούδα μια κλειστή καφετέρια και ένα πανάθλιο κτίριο που μετά κάποιες κυρίες ανακάλυψαν ότι είναι τουαλέτες. Το τρένο σταματά. Και κάποιες εκατοντάδες επιβάτες περιμένουμε ν΄ακούσουμε κάτι. Τα γέλια στο κουπέ κόπηκαν από ώρα. Τέσσερις και πέντε γυρίσαμε τα ρολόγια μας μια ώρα πίσω. Και περιμέναμε. Δε μπορεί πλάκα μας κάνουν. Πρωταπριλιά; Μπά.
Αρκετή ώρα μετά ο ίδιος καλός κυριούλης ελεγκτής μας ενημερώνει ότι μπορούμε να κατέβουμε για τσιγάρο. Μα τι λες καλέ μου άνθρωπε. Αφού όλο το τρένο είναι τεκές. Δε γαμεις... Ας πάμε να ξεπιαστούμε. Πίσσα σκοτάδι και ΄καμιά διακοσαριά νοματέοι να είναι έξω στο σταθμό και να κοιτιούνται με απορία. Το τρένο είχε σταματήσει για μια ώρα. Γιατί άλλαξε η ώρα και μπήκαμε στη χειμερινή. Γαμώ τη γκαντεμιά μας
Το ταξίδι συνεχίστηκε μετά τις τέσσερις - με τη νέα ώρα μη ξεχνιόμαστε - χωρίς απρόοπτα από κει και πέρα. Μας ενημέρωσαν μάλιστα ότι ο μηχανοδηγός μας ευχαριστεί πολύ για την κατανόηση μας. Ναι για έλα να στα πούμε και από κοντα κουμπάρε.
Κι εγώ τώρα έχω μια απορία. Στην αλλαγή της ώρας από τη χειμερινή στην καλοκαιρινή, τότε που τα ρολόγια τα βάζουμε μια ώρα μπροστά τι θα κάνει ο καλός μας ΟΣΕ; Θα διακτινήσει το τρένο για να καλύψει τη διαφορά;
Απαιτώ άμεσα απάντηση στην απορία μου. Άμεσα για να μη χεστούμε ναι;

Wednesday, October 29, 2008

Ο εφιάλτης στο δρόμο με τους στόκους

Καημό το είχα ρε παιδί. Χρόνια ολάκερα ένα πράμα. Καημό να αγοράσω πλυντήριο πιάτων να γλυτώσω τη μπουγάδα του κατσαρολικού. Γιατί πες μου ότι θες, βάλε με να κάνω ότι δουλειά θες. Μη με βάλεις μόνο να ξεσκονίσω να σιδερώσω και να πλύνω πιάτα. Θα μου πεις βέβαια, αμα δε κάνεις κι αυτά τι σκατά θα κάνεις κυρά μου μέσα στο σπίτι; Ε πως. Τόσες άλλες δουλειές έχει το σπίτι. Από βαριές μέχρι ελαφρές. Ανέλαβε εσύ αυτά τα τρία και εγώ σου κάνω όλα τα υπόλοιπα.
Το έχω χρόνια τώρα φιλοσοφήσει το πράμα. Και ενώ για το σιδέρωμα βρήκα λύση - καταργήσαμε τα πουκάμισα επί τω πλείστων - για το ξεσκόνισμα τι να κάνω το ανέχομαι με βοηθό μου το σουίφερ - πως το λένε εκείνο το θαυματουργό πανί - με τα πιάτα είχαμε θέμα. Ή θα τα έπλενε άλλος ή θα έπερνα πλυντήριο. Κι επειδή το πρώτο πολύ σπάνια παίζει κατέληξα στο δεύτερο.
Και το πήρα. Μεταλλικό χρώμα, μικρό να χωρά στον πάγκο επάνω μιας και ο σπιτονοικοκύρης - που να του καεί το βίντεο, το ντιβιντί, το δορυφορικό και να μένει αξύριστη η γυναίκα του συνέχεια - δεν είχε προβλέψει χώρο στο ντουλάπι.
Και το καμάρωνα και το ξεσκόνιζα μέχρι να συνδεθεί - με τις συνδέσεις τον συσκευών έχω άλλο θέμα πάλι, πάντα αγοράζω συσκευή και τη συνδέω δέκα μέρες μετά - και επιτέλους μετά από πολλές μετάνοιες βρήκαμε υδραυλικό. Όοοοοοοοοοχι βέβαια έλληνα. Σιγά μην ερχόταν έλληνας για μια τέτοια ψιλοδουλειά. Ρουμάνος. Που αφού το κοίταξε απ' εδώ, το κοίταξε απ έκεί σα να ήταν μηχάνημα του διαβόλου απεφάνθει... "Πρέπει κάνουμε τρύπα σε ντουλάπι"...
Όπα φρένο μάστορη γιατί καραδοκεί και ένας σπιτονοικοκύρης κολλημένος - αλλοδαπός κι αυτός μην το ξεχνάμε. Κι εκεί κολλά το θέμα. Δώσε βρε κουμπάρε άλλη ιδέα έτσι που να χαρείς τη Ρουμανία σου.
Άλλη λύση να το βάλουμε μέσα στο ντουλάπι - κάτω από το νεροχύτη - αλλά θα πρέπει να βγουν οι πόρτες του ντουλαπιού.
Βουρ λέει το έτερον ήμισυ. Φρένο λέω εγώ. Μ' έτρωγε βλέπεις το όλο θέμα. Βρε λες να έχουμε αγκαλιές με τον σπιτονοικοκύρη; Βρε κάτσε μην ανοίξουμε πόλεμο τώρα που λήγει και το συμβόλαιο μας και καμιά διάθεση δεν έχω να παίζω πάλι το δράμα του ξεριζωμένου και να ψάχνω καλοκαιριάτικα για νέα φωλιά να στεγάσει τη μούρλα μου.
Στήνω καρτέρι στον σπιτονοικοκύρη - που αν δεν το είπα το λέω τώρα, να του πιάσει ψύλλους το κεφάλι και να μην τις βγάζει με τίποτε - του αναφέρω το συμβάν με το ωραιότερο χαμόγελό μου και με το βλέμα το τσαχπίνικο να τρεμοπαίζει... κι εκεί αρχίζει η σφαγή.
Και δε θα μου καταστρέψεις εσύ το σπίτι. Και δε θα κάνεις τρύπες και δε θα ξηλώσεις πόρτες.
Μάταια να παλεύω εγώ να του εξηγήσω πως ουδεμία τέτοια πρόθεση είχα. Το μόνο που ήθελα η έρμη ήταν να κάνω τη ζωή μου πιο εύκολη.
Να φωνάζει να χτυπιέται και να ωρύεται - με δεύτερη φωνή τη γυναίκα του ξέχασα να σας πω, που αν δεν το ανάφερα το αναφέρω τώρα που να της πέσει το βυζί και να σπάει τα μάρμαρα όποτε ανεβαίνει στον τρίτο - και εγώ να παλεύω να καταλάβω ποιος του πάτησε το λαιμό και δεν τον είδα.
Κι εκεί που λέω από μέσα αει σιχτίρ εσύ και η Αλβανία σου και ο μαλάκας που σας επέτρεψε την είσοδο στη χώρα, ακούω το φοβερό και τρομερό "Δεν έδωσα εγώ έγκριση για πλυντήριο πιάτων. Δε συμφώνησα να το αγοράσεις".
Κι εκεί μεταξύ μιας σειράς εγκεφαλικών και οξέων εμφραγμάτων του μυοκαρδίου από τα νεύρα και την απορία και ενώ ήδη έχω αρχίσει και τον πλησιάζω με τα χέρια απλωμένα ενώ παράλληλα νιώθω τα χέρια της πεθεράς να με τραβάν με μανία προς τα πίσω, αναρωτιέμαι...
Πόσο μαλάκας πρέπει να είναι ο άνθρωπος για να μου λέει πως πρέπει να του ζητήσω την άδεια για τις αγορές που κάνω;
Πόσο μαλάκας πρέπει να είναι για να επικαλλείται κάτι τέτοιο μπροστά σε μια τρελή που ήδη το μάτι της έχει κάνει δυο ολόκληρες στροφές και μια μισή;
Πόσα παράθυρα στοκάρω με το στόκο που έχει στο μυαλό του ο συγκεκριμμένος;
Γιατί ρε γαμώτο όσο και αν το έψαξα το θέμα πουθενά κανένας νόμος δε λέει πως ο ενοικιαστής πρέπει να ζητά την άδεια από τον ιδιοκτήτη για να αγοράσει το οτιδήποτε.
Για την ιστορία και μόνο το πλυντήριο λειτουργεί. Το πως είναι άλλο θέμα. Το αν θα αγκαλιαστούμε ξανά με τον σπιτονοικοκύρη αυτό είναι άλλο πάλι.
Η συνέχεια του θέματος επί του πλυντηρίου...

Tuesday, October 21, 2008

Γαμώ την ατυχία μου γαμώ...

Με μια διάθεση μελαγχολική. Με ένα σωρό στο κεφάλι. Ευχάριστα, δυσάρεστα, γελοία, σοβαρά. Όλα μαζί ένας αχταρμάς κι εγώ στη μέση.
Προσδοκίες? Επιθυμίες? Όνειρα? Που, πως και γιατί.
Και μπήκε λέει Φθινόπωρο. Πότε ρε παιδιά? Και απο που μπήκε και δεν το καταλάβαμε?
Το καλοκαίρι που πήγε? Γιατί εγώ μήτε το είδα μήτε το κατάλαβα.
Μα... διακοπές... άδεια... Ναι εδώ ακριβώς γελάμε.
Εγώ μόνο ζέστη κατάλαβα. Ζέστη που μ' έκανε και παπί έφευγα παπί γυρνούσα στο σπίτι καθημερινά.
Καλοκαίρι ρε παιδί μου λέγετε αυτό.
Χέστηκα πως το λένε.
Διακοπές γιόκ. Οπότε αφού δε μπορούσα ν' απλώσω το θεϊκό κορμί μου (μπουαχαχα) στην παραλία, χέστηκα πως τη λένε την εποχή. Καλύτερα να έκανε κρύο και να έβρεχε. Αν μη τι άλλο δε θα άφηνα καθημερινά 8 λίτρα ιδρώτα στις λεωφόρους και στα λεωφορεία.
Λεωφορείο εν τω μέσω του Αυγούστου τίγκα στον παππού που τρώει σκόρδα για την πίεση και τον πακιστανό που επιμένει να τρώει ότι βρει μπροστά του. Ενίοτε και το περιεχόμενο της μύτης του.
Ναι το έζησα κι αυτό.
Δεν έφτανε που έζεχνε από τον ιδρώτα και την απλυσιά έκανε και πλαστελίνες τα της μύτης του και τα έτρωγε αδιακρίτως κι αυτά κάτω ακριβώς από τη μούρη μου. ΑΙΣΧΟΣ
Δεν είμαι ρατσίστρια, όχι ειλικρινά.
Αλλά γαμώ την ατυχία μου γαμώ.
Δεν είμαι ούτε της αντιφιλοζωικής. Αλλά τη φόλα θα τη ρίξω. Στο διπλανό μπαλκόνι με τα δυο σκυλιά.
Τα δυο σκυλιά που όλο το γ*^(*)*(^%$#νο καλοκαίρι γαυγίζουν κατουράν και χέζουν σε 2 τετραγωνικά μπετόν επειδή η σκύλα η αφεντικίνα τους τα έχει παρατήσει εκεί και κάνει ντόλτσε βίτα. Θα τη ρίξω τη φόλα σίγουρα. Την ώρα που η σκύλα θα είναι έξω στα 2 τετραγωνικά και ελπίζω να τη φάει η ρουφιάνα.
Τα σκυλιά κάποιος φιλέσπλαχνος θα βρεθεί να τα μαζέψει. Του κερατά δλδ. (πού' σαι Βιβήηηηηηηηηηηηηη?????)
Μελαγχολική διάθεση λοιπόν. Και όχι μόνο. Έχω αρχίσει και μελετώ συστηματικά τους Βίους. Όχι των αγίων. Αλλά των αιμοσταγών δολοφόνων. Τώρα τελευταία κοιτάζω πολύ έντονα ένα κουζινομάχαιρο....
Αλήθεια αν κάνω φτού κι αμπάριζα και βγώ πόσο λέτε να μου κοστίσει?